- σφαδανός
σφαδανός, v. l. Iliad. 11, 165. 16, 372 statt σφεδανός, w. m. s.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σφαδανός, v. l. Iliad. 11, 165. 16, 372 statt σφεδανός, w. m. s.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σφαδανός — ή, όν, Α βλ. σφεδανός … Dictionary of Greek
σφεδανός — και σφαδανός ή, όν, Α 1. σφοδρός, ορμητικός, βίαιος («ἢ στάσιας σφεδανάς», Ξενοφ.) 2. (στον Όμ. το ουδ. ως επίρρ.) σφεδανόν με ορμή, με σφοδρότητα, ορμητικά. [ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. ανάγεται πιθ. στην ΙΕ ρίζα *sp(h)e(n)d «σπαράζω, σπαρταρώ» (βλ. λ.… … Dictionary of Greek