σφαγεύς

σφαγεύς

σφαγεύς, , der Schlächter, Mörder; Eur. I. T. 623 Rhes. 254; Plat. Ep. VII, 336 c; Dem. 13, 32; – auch das Schlacht-, Mordschwert, Soph. Ai. 802; Opfermesser, Eur. Andr. 1135.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σφαγεύς — slayer masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφαγῆ — σφαγεύς slayer masc nom/voc/acc dual σφαγεύς slayer masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφαγῆς — σφαγεύς slayer masc nom pl σφαγεύς slayer masc nom/voc pl σφαγή slaughter fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφαγέων — σφαγεύς slayer masc gen pl σφαγέω̆ν , σφαγεύς slayer masc gen pl σφαγή slaughter fem gen pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφαγεῦ — σφαγεύς slayer masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφαγᾶς — σφαγεύς slayer masc acc pl σφαγή slaughter fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφαγεῖς — σφάζω slay aor subj pass 2nd sg (epic) σφαγεύς slayer masc acc pl σφαγεύς slayer masc nom/voc pl (parad form) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφαγέως — σφαγέω̆ς , σφαγεύς slayer masc gen sg σφαγεύς slayer masc nom sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ευς — το ονοματικό επίθημα εύς είναι χαρακτηριστικό τής Ελληνικής, εφόσον δεν απαντά σε άλλες ΙΕ γλώσσες και εμφανίζει σημαντική παραγωγική δύναμη (περίπου 500 ονόματα σε ευς). Η ακριβής του προέλευση παραμένει άγνωστη, παρά τις κατά καιρούς… …   Dictionary of Greek

  • σφαγέας — ο / σφαγεύς, έως, ΝΜΑ αυτός που σφάζει, σφάχτης νεοελλ. αυτός που έχει ως επάγγελμα τη σφαγή τών ζώων τα οποία προορίζονται για κατανάλωση μσν. ως επίθ. φονικός («ἐὰν τις χεῑρα ἐκτείνῃ σφαγέα, εἰς ἀδικίαν ἀποβήσεται αὐτῷ», Αχμ. Ονειροκρ.) αρχ. 1 …   Dictionary of Greek

  • τομός — ή, όν, Α 1. αυτός που τέμνει, κοφτερός («ὁ μὲν σφαγεὺς ἔστηκεν ᾗ τομώτατος», Σοφ.) 2. (γενικά) οξύς. επίρρ... τομῶς Α 1. με οξύτητα 2. ταχέως, γρήγορα 3. σαφώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < τόμος με καταβιβασμό τού τόνου] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”