- σφαιρίστρα
σφαιρίστρα, ἡ, = σφαιριστήριον, Plut. X oratt. 4 p. 244.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σφαιρίστρα, ἡ, = σφαιριστήριον, Plut. X oratt. 4 p. 244.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σφαιρίστρα — σφαιρίστρᾱ , σφαιρίστρα fem nom/voc/acc dual σφαιρίστρᾱ , σφαιρίστρα fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφαιρίστρᾳ — σφαιρίστρᾱͅ , σφαιρίστρα fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφαιρίστρα — ἡ, Α το σφαιριστήριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σφαιρίζω + επίθημα τρα (πρβλ. κονίσ τρα)] … Dictionary of Greek
СФЕРИСТЕРИТЫ — • Σφαιριστήριον, σφαιρίστρα, sphaeristerium, помещение или комната для игры в мяч или для других гимнастических игр, прежде всего в гимназиях, преимущественно позднейших времен, см. Gymnasium, Гимнасий. В таких помещениях, однако, не… … Реальный словарь классических древностей