- σφαιρο-παίκτης
σφαιρο-παίκτης, ὁ, Ballspieler, Gloss.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σφαιρο-παίκτης, ὁ, Ballspieler, Gloss.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τροχοπαικτώ — έω, Α 1. παίζω χρησιμοποιώντας τροχούς 2. (για ακροβάτες και ταχυδακτυλουργούς) κάνω θαυμαστές πράξεις, κυρίως μιμούμενος την κίνηση τών τροχών. [ΕΤΥΜΟΛ. < τροχός + παικτῶ (< παίκτης < παίκτης < παίζω), πρβλ. σφαιρο παικτώ, ψηφο… … Dictionary of Greek