- σφενδονητικός
σφενδονητικός, zum Schleuderer, zum Schleudern gehörig, geschickt, Sp.; ἡ σφενδονητική, sc. τέχνη, die Kunst zu schleudern, Plat. Lach. 193 b.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σφενδονητικός, zum Schleuderer, zum Schleudern gehörig, geschickt, Sp.; ἡ σφενδονητική, sc. τέχνη, die Kunst zu schleudern, Plat. Lach. 193 b.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σφενδονητικός — ή, όν, Α [σφενδονήτης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σφενδονήτη 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ σφενδονητική (ενν. τέχνη) η τέχνη τού χειρισμού τής σφενδόνης … Dictionary of Greek
σφενδονητικῆς — σφενδονητικός of fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφενδονητικῇ — σφενδονητικός of fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σφενδονητικήν — σφενδονητικός of fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)