σφετερισμός

σφετερισμός

σφετερισμός, , das sich zu eigen Machen, sich Aneignen, bes. Verbrauch öffentliches Gutes, als wäre es eignes, Arist. rhet. 1, 13 u. Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σφετερισμός — appropriation masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφετερισμός — ὁ, ΝΜΑ [σφετερίζομαι] παράνομη οικειοποίηση ξένου πράγματος …   Dictionary of Greek

  • σφετερισμός — ο παράνομη ιδιοποίηση ξένου πράγματος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σφετερισμοῖς — σφετερισμός appropriation masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφετερισμοῦ — σφετερισμός appropriation masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφετερισμῷ — σφετερισμός appropriation masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφετερισμόν — σφετερισμός appropriation masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλλοτριοφαγία — η (Μ ἀλλοτριοφαγία) το να τρώγει κανείς από αυτά που ανήκουν στους άλλους και όχι στον ίδιο νεοελλ. οικειοποίηση, σφετερισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλλοτριοφάγος. ΠΑΡ. νεοελλ. αλλοτριοφαγικός] …   Dictionary of Greek

  • βουτιά — η 1. κατάδυση με το κεφάλι προς τα κάτω 2. το διάστημα που διανύει κάποιος κολυμπώντας κάτω από την επιφάνεια του νερού 3. τολμηρή πράξη, αποφασιστική χειρονομία 4. σφετερισμός, κλοπή. [ΕΤΥΜΟΛ. < βουτώ, με υποχωρητικό σχηματισμό] …   Dictionary of Greek

  • γιουρούσι — το 1. έφοδος, εφόρμηση 2. κατάχρηση, σφετερισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. yuruyus «εκστρατεία»] …   Dictionary of Greek

  • ελγινισμός — ο απόσπαση, διαρπαγή και σφετερισμός έργων τέχνης από μνημεία τής αρχαιότητας …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”