σφυρίς

σφυρίς

σφυρίς, , att. statt σπυρίς, Geopon.; auch Hippocr.; s. Lob. Phryn. 113.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • σφυρίς — ίδος, ἡ, Α βλ. σπυρίς …   Dictionary of Greek

  • σφυρί — σφυρίς large basket fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφυρίδα — σφυρίς large basket fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφυρίδας — σφυρίς large basket fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφυρίδος — σφυρίς large basket fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σπυρίδα — η / σπυρίς, ίδος, ΝΜΑ, και σφυρίς Α πλατύ καλάθι με ανοιχτό στόμιο για μεταφορά τροφίμων ή για ψάρεμα, ζεμπίλι, ψαροκόφινο (α. «τὸ περισσεῡον τῶν κλασμάτων ἑπτὰ σπυρίδας», ΚΔ β. «σφυρίδος δηνάρια πέντε», επιγρ. γ. «κατιεῑ σχοινίῳ σπυρίδα μεινὴν… …   Dictionary of Greek

  • порка — 1) черпак, большой ковш , 2) сосуд из бересты , арханг., олонецк. (Даль). Абсолютно гадательно предположение о родстве с лат. sporta корзина (вопреки Ильинскому, Slavia , 9, 585), которое гораздо лучше объясняется как заимств. через этрусск. из… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • σπυρίδιον — και σφυρίδιον και σφυρίδον και σφυρίδιν και σφυρίτιν, τὸ, Α [σπυρίς, ίδος / σφυρίς] μικρή σπυράς*, μικρό κομμάτι κοπριάς αιγοπροβάτων …   Dictionary of Greek

  • σπυριδοφόρος — και σφυριδοφόρος, ον, Α αυτός που κρατάει καλάθι. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπυρίς, ίδος / σφυρίς «καλάθι» + φόρος*] …   Dictionary of Greek

  • σφυρίδα — Κοινό όνομα του τελεόστεου ψαριού σερράνος ο κύνειος (serranus caninus), της οικογένειας των Σερρανιδών, της τάξης των περκόμορφων. Έχει μακρουλό και τριγωνικό σώμα με ράχη κυρτή. Ο χρωματισμός της είναι γαλαζόμαυρος στα πάνω τμήματα του σώματος… …   Dictionary of Greek

  • σφυρ' — σφυρί , σφυρίς large basket fem voc sg σφυρά , σφυρόν ankle neut nom/voc/acc pl σφυρά , σπυράς ball of dung fem voc sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”