- σφρηγίς
σφρηγίς, ἡ, ion. statt σφραγίς, Her.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σφρηγίς, ἡ, ion. statt σφραγίς, Her.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σφρηγίς — ίδος, ἡ, Α βλ. σφραγίδα … Dictionary of Greek
σφρηγίς — σφρηγί̱ς , σφραγίς seal fem nom sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυρισφρήγιστος — ον, Α ιων. τ. σφραγισμένος με φωτιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι (βλ. λ. πυρ) + σφρήγιστος, ιων. τ. αντί σφράγιστος (< σφραγιστός < σφραγίζω < σφρᾱγίς / σφρηγίς)] … Dictionary of Greek
σφηρός — Α (κατά τον Ησύχ.) «τὸ τοῡ ἱματίου σημεῑον». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πιθ. αντί σφρηγίς / σφραγίς] … Dictionary of Greek
σφραγίδα — η / σφραγίς, ίδος, ΝΜΑ, λόγιος τ. σφραγίς Ν, και ιων. τ. σφρηγίς και αιολ. τ. αιτ. σφρᾱγιν Α 1. αντικείμενο από κατεργασμένο λίθο ή από μέταλλο, καουτσούκ ή πλαστικό, το οποίο έχει έγγλυφες ή ανάγλυφες παραστάσεις, γράμματα, λέξεις, φράσεις ή… … Dictionary of Greek
σφραγίς — και ιων. τ. σφρηγίς, ίδος, ἡ, Α βλ. σφραγίδα … Dictionary of Greek
τυπωτής — ο, ΝΜΑ, θηλ. τυπώτρια Ν, θηλ. τυπῶτις, ώτιδος, Α [τυπῶ] νεοελλ. 1. κατασκευαστής μητρών, καλουπιών 2. τεχνίτης ειδικευμένος στην εκτύπωση αρχ. 1. αυτός που προσδίδει μορφή σε κάτι, που τό σχηματίζει, τό διαμορφώνει 2. το θηλ. (με τη λ. σφρηγίς)… … Dictionary of Greek