συν-ῳδός

συν-ῳδός

συν-ῳδός, mit oder zusammen singend, μουσεῖα ϑρηνήμασι ξυνῳδά, Eur. Hel. 173; übereinstimmend, ξυνῳδὰ φρονεῖν τινι, Ar. Av. 634; τάδ' οὐ ξυνῳδὰ τοῖσιν ἐξηγγελμένοις, Eur. Med. 1008; Her. 5, 92, 3; Plat. Phaed. 92 c; λόγοι συνῳδοὶ τοῖς ἔργοις, Arist. eth. 10, 1, 4; διατριβὴ συνῳδὸς τῇ φιλοσοφίᾳ, Luc. Nigr. 14.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • συνωδός — και συναοιδός και αττ. τ. ξυνωδός, όν, Α 1. αυτός που τραγουδάει ή ηχεί σε συμφωνία με κάποιον άλλο 2. αυτός που έχει αρμονία («ξυνῳδοὶ κτύποι», Ευρ.) 3. μτφ. σύμφωνος με κάποιον ή κάτι («λόγοι συνωδοὶ τοῑς ἔργοις», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”