συν-ήθης

συν-ήθης

συν-ήθης, ες, gen. εος, zsgzgn ους, gen. plur. συνηϑέων, zsgzgn συνήϑων, zusammenwohnend, zusammenlebend, daher an einander gewöhnt, συνήϑεες ἀλλήλοισιν, Hes. Th. 230; gewohnt, τί τοι σύνηϑες ὀρϑώσει μ' ἔϑος, Soph. Phil. 882; ὁ ξυνήϑης πότμος πατρός, Trach. 88; σύνηϑες αἰεὶ ταῠτα βαστάζειν ἐμοί, Eur. Alc. 41; πρὶν ἱκανῶς συνήϑης γενέσϑαι τῷ παρόντι σκότῳ, bevor man sich gewöhnt hat, Plat. Rep. VII, 518 d; ᾐα ἐπὶ τὰς συνήϑεις διατριβάς, Charm. 153 a, u. öfter, wie Folgde; πότους συνήϑεις παραιτεῖ. σϑαι, Plut. Them. 3; τὸ ξύνηϑες, = συνήϑεια, Thuc. 6, 55 u. öfter; c. inf., Pol. 1, 74, 9; der Vertraute, Bekannte, πρὸς τοὺς συνήϑεις τε καὶ γνωρίμους, Plat. Rep. II, 375 e; Lach. 188 a u. sonst; Xen. Cyr. 2, 3, 7; Pol. u. Sp., wie Luc. u. Plut.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • συν- — και με τις μορφές συ , συγ , συμ , συλ και συρ , ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση σύν*. Η πρόθεση σύν εν συνθέσει, πριν από τα χειλικά σύμφωνα β, μ, π, φ, ψ, τρέπει το ν σε μ (πρβλ. συμ βάλλω …   Dictionary of Greek

  • ευήθης — εύηθες (ΑΜ εὐήθης, εὔηθες) υπερβολικά αγαθός και αφελής, χαζός μσν. αρχ. 1. αυτός που έχει καλό ήθος, απλός, ειλικρινής, άδολος («τὸ μὲν τῶν εὐηθεστέρων, τὸ δὲ τῶν πανουργοτάτων» το ένα γνώρισμα τών πιο απλών, άδολων ανθρώπων, το άλλο τών πιο… …   Dictionary of Greek

  • συνήθης — σύνηθες, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξυνήθης, ξύνηθες, Α (για πράγματα, γεγονότα ή καταστάσεις) αυτός που γίνεται κατά συνήθεια, συνηθισμένος νεοελλ. 1. αυτός που συμβαίνει, που παρατηρείται κατά κανόνα («η συνήθης θερμοκρασία αυτής τής εποχής») 2. φρ. α)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”