συν-ήορος

συν-ήορος

συν-ήορος (ἀείρω), ion. statt συνάορος, zusammenhangend, fest verbunden; φόρμιγξ δαιτὶ συνήορος, die mit dem Schmause verbundene Phorminx, die eine Gefährtinn des Schmauses ist, Od. 8, 99.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • συνήωρ — ήορος και, κατά το λεξ. Σούδα, συνάωρ, άορος, ἡ, Α η σύζυγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + αωρ, αορος (< ἀείρω [II] «συνδέω, συνάπτω», βλ. και λ. συν ήορος). Το η τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] …   Dictionary of Greek

  • κατήορος — κατήορος, δωρ. τ. κατάορος, ον (Α) αυτός που κρέμεται προς τα κάτω («τέκνων δὲ πλῆθος... κατάορα στένει» κλαίνε κρεμασμένα από τον τράχηλο τής μητέρας, Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + άορ ος (ετεροιωμένη βαθμίδα αορ τού θ. αερ τού ρ. ἀείρω… …   Dictionary of Greek

  • μετέωρος — η, ο (ΑΜ μετέωρος, ον, Α επικ. τ. μετήορος, ον, δωρ. τ. πεδάωρος, ον Μ και μέτωρος, ον) 1. αυτός που αιωρείται πάνω από το έδαφος, που βρίσκεται ή γίνεται στον αέρα, εναέριος («σκέλεά δε... κατακρέμανται μετέωρα», Ηρόδ.) 2. αυτός που βρίσκεται σε …   Dictionary of Greek

  • συνήορος — και δωρ. τ. συνάορος, ον, Α 1. ο στενά συνδεδεμένος με κάποιον 2. (ως επίθ. και ως ουσ.) α) ο ή η σύζυγος β) ο αδελφός ή η αδελφή 3. μτφ. αυτός που συνοδεύει κάποιον, ο σύντροφος («φόρμιγξ δαιτὶ συνήορός ἐστι θαλείῃ», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”