- συν-ήρης
συν-ήρης, ες, zusammengefügt, gemeinschaftlich, δαῖτα συνήρεα Nic. Al. 512.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συν-ήρης, ες, zusammengefügt, gemeinschaftlich, δαῖτα συνήρεα Nic. Al. 512.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συνήρης — ες, Α συναρμοσμένος, συνδεδεμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ήρης [Ι] (πρβλ. κατ ήρης)] … Dictionary of Greek