συν-ίζω

συν-ίζω

συν-ίζω (s. ἵζω), intr., mit, zugleich, zusammen sitzen, sich zusammen niedersetzen, eine Sitzung halten, Her. 6, 58; εἰς ταὐτὸν συνίζει, Plat. Tim. 72 d; – zusammensinken, -fallen, sich setzen, Arist. probl. 2, 10 u. Sp., vom Niederschlag und Bodensatz.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • συνίζω — Μ κάθομαι μαζί με άλλους σε σύσκεψη ενός σώματος αρχ. 1. συνιζάνω, κατακαθίζω («τὸν ἄργυρον συνιζῆσαι τακέντα», Πλούτ.) 2. προκαλώ συνίζηση, προκαλώ πτώση. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἵζω «βάζω κάποιον να καθίσει, καθίζω, ιδρύω, τοποθετώ»] …   Dictionary of Greek

  • συναποίσω — σύν , ἀπό ἵζω si sd o aor subj act 1st sg σύν , ἀπό ὀίζω cry aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) συναποΐσω , σύν , ἀπό ὀίζω cry aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) συναποΐσω , σύν , ἀπό οἴομαι forebode aor ind mid 2nd sg (epic) συναποί̱σω , σύν ἀπ …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναποίσει — σύν , ἀπό ἵζω si sd o aor subj act 3rd sg (epic) σύν ἀποφέρω Bis Acc. fut ind mid 2nd sg σύν ἀποφέρω Bis Acc. fut ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεθίζω — (Μ) (συν. στο μέσ.) μεθίζομαι μεταβάλλω θέση, μεταβαίνω από τόπο σε τόπο, μετατοπίζομαι συνεχώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + ἵζω (πρβλ. καθ ίζω)] …   Dictionary of Greek

  • ίζηση — η καθίζηση, κατάπτωση, κατακρήμνισμα, κατακάθισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἵζω. Η λ. στην αρχ. απαντά μόνο ως β σύνθ. (πρβλ. εν ίζησις, προσ ίζησις, συν ίζησις)] …   Dictionary of Greek

  • κακοφανίζω — 1. κάνω κάτι να φανεί σε κάποιον κακό, κακοκαρδίζω 2. (συν. η μτχ.) κακοφανισμένος, η, ο δυσαρεστημένος, κακοκαρδισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + θ. φαν , πρβλ. ἐ φάν ην τού φαίνομαι, κατά τα σε ίζω (πρβλ. α φανίζω, εμ φανίζω)] …   Dictionary of Greek

  • συγκορδυλίζω — Α (κυρίως το ουδ. πληθ. μτχ. παθ. παρακμ.) συγκεκορδυλισμένα (κατά τον Ησύχ.) «συνηθροισμένα, συνειλημμένα, συνεστραμμένα». [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + κορδύλη + ίζω (πρβλ. συγκορδυλῶ)] …   Dictionary of Greek

  • συγχωρίζω — Α 1. αποχωρίζω, διαχωρίζω, ξεχωρίζω 2. μετακινώ, απομακρύνω κάτι μαζί με κάτι άλλο 3. συγχωρώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + χωρίζω. Η λ. με τη σημ. «συγχωρώ» αντί τού συγχωρῶ, κατά τα ρ. σε ίζω] …   Dictionary of Greek

  • συνομβρίζω — Α κατακλύζω κάτι με νερά τής βροχής («ῥεῡμα δὲ ἦλθε πολὺ καὶ συνώμβρισε και κατέκλυσε τὰ πάντα», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ὄμβρος (Ι) «νεροποντή, βροχή» κατά τα ρ. σε ίζω] …   Dictionary of Greek

  • συνωστίζομαι — Ν (ιδίως για πρόσ.) συνωθούμαι, στρυμώχνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ὠστός, ρηματ. επιθ. τού ρ. ὠθῶ + ρηματ. κατάλ. ίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”