συνίζω — Μ κάθομαι μαζί με άλλους σε σύσκεψη ενός σώματος αρχ. 1. συνιζάνω, κατακαθίζω («τὸν ἄργυρον συνιζῆσαι τακέντα», Πλούτ.) 2. προκαλώ συνίζηση, προκαλώ πτώση. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἵζω «βάζω κάποιον να καθίσει, καθίζω, ιδρύω, τοποθετώ»] … Dictionary of Greek
συναποίσω — σύν , ἀπό ἵζω si sd o aor subj act 1st sg σύν , ἀπό ὀίζω cry aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) συναποΐσω , σύν , ἀπό ὀίζω cry aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) συναποΐσω , σύν , ἀπό οἴομαι forebode aor ind mid 2nd sg (epic) συναποί̱σω , σύν ἀπ … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναποίσει — σύν , ἀπό ἵζω si sd o aor subj act 3rd sg (epic) σύν ἀποφέρω Bis Acc. fut ind mid 2nd sg σύν ἀποφέρω Bis Acc. fut ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεθίζω — (Μ) (συν. στο μέσ.) μεθίζομαι μεταβάλλω θέση, μεταβαίνω από τόπο σε τόπο, μετατοπίζομαι συνεχώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + ἵζω (πρβλ. καθ ίζω)] … Dictionary of Greek
ίζηση — η καθίζηση, κατάπτωση, κατακρήμνισμα, κατακάθισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἵζω. Η λ. στην αρχ. απαντά μόνο ως β σύνθ. (πρβλ. εν ίζησις, προσ ίζησις, συν ίζησις)] … Dictionary of Greek
κακοφανίζω — 1. κάνω κάτι να φανεί σε κάποιον κακό, κακοκαρδίζω 2. (συν. η μτχ.) κακοφανισμένος, η, ο δυσαρεστημένος, κακοκαρδισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + θ. φαν , πρβλ. ἐ φάν ην τού φαίνομαι, κατά τα σε ίζω (πρβλ. α φανίζω, εμ φανίζω)] … Dictionary of Greek
συγκορδυλίζω — Α (κυρίως το ουδ. πληθ. μτχ. παθ. παρακμ.) συγκεκορδυλισμένα (κατά τον Ησύχ.) «συνηθροισμένα, συνειλημμένα, συνεστραμμένα». [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + κορδύλη + ίζω (πρβλ. συγκορδυλῶ)] … Dictionary of Greek
συγχωρίζω — Α 1. αποχωρίζω, διαχωρίζω, ξεχωρίζω 2. μετακινώ, απομακρύνω κάτι μαζί με κάτι άλλο 3. συγχωρώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + χωρίζω. Η λ. με τη σημ. «συγχωρώ» αντί τού συγχωρῶ, κατά τα ρ. σε ίζω] … Dictionary of Greek
συνομβρίζω — Α κατακλύζω κάτι με νερά τής βροχής («ῥεῡμα δὲ ἦλθε πολὺ καὶ συνώμβρισε και κατέκλυσε τὰ πάντα», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ὄμβρος (Ι) «νεροποντή, βροχή» κατά τα ρ. σε ίζω] … Dictionary of Greek
συνωστίζομαι — Ν (ιδίως για πρόσ.) συνωθούμαι, στρυμώχνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ὠστός, ρηματ. επιθ. τού ρ. ὠθῶ + ρηματ. κατάλ. ίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek