προς-δια-τριβω

προς-δια-τριβω

προς-δια-τριβω, dabei verweilen, damit umgehen; τινί, mit Einem, Plat. Theaet. 168 a; Plut.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τρίβω — ΝΜΑ 1. σύρω επανειλημμένως ένα σώμα πάνω σε άλλο συμπιέζοντάς το στο σημείο επαφής τους ή ξύνω κάτι μετακινώντας με πίεση άλλο σώμα πάνω σε αυτό (α. «τρίψε καλά τα μάρμαρα» β. «τρίβω το ξύλο με το γυαλόχαρτο» γ. «τρίβω τα μαχαιροπήρουνα» δ. «τὸν… …   Dictionary of Greek

  • σύρω — ΝΜΑ, και σέρνω και σύρνω ΝΜ, και σούρνω Ν 1. έλκω, τραβώ (α. «τόν έπιασε και τόν έσυρε έξω» β. «μέχρι τῶν σφυρῶν τὴν ἐσθῆτα σύρων», Δίων Κασσ.) 2. μετακινώ κάτι πάνω στο έδαφος («σέρνει το φόρεμά της») 3. (ενεργ. και μέσ.) έρπω νεοελλ. 1.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”