συν-άγνυμι

συν-άγνυμι

συν-άγνυμι (s. ἄγνυμι), zusammenbrechen, zerbrechen; χώσατο ἔγχεος ὃ ξυνέαξε, Il. 13, 166; νῆάς οἱ ξυνέαξαν ἄελλαι, Od. 14, 383; auch λέων ἐλάφοιο τέκνα ῥηϊδίως συνέαξε, II. 11, 114, er zerbrach sie, zerbrach ihnen das Genick; einzeln bei Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • συνάγνυμι — Α συντρίβω. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἄγνυμι «σπάζω, θρυμματίζω»] …   Dictionary of Greek

  • συνδιεσπάραξαν — συνδιεσπάρᾱξαν , σύν , διά , εἰς , παρά ἄγνυμι break aor ind act 3rd pl (homeric ionic) σύν , διά , εἰσ παράγω lead by aor ind act 3rd pl (homeric ionic) σύν διασπαράσσω rend in pieces aor ind act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”