- συν-ομήρης
συν-ομήρης, ες, versammelt, Nic. Al. 449.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συν-ομήρης, ες, versammelt, Nic. Al. 449.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συνομήρης — όμηρες, Α συναθροισμένος, συγκεντρωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ὁμήρης «αυτός που συνυπάρχει με κάποιον άλλον»] … Dictionary of Greek