- συν-οίομαι
συν-οίομαι (s. οἴομαι), dep. pass., mit einem Andern glauben, derselben Meinung sein, Plat. Theaet. 171 a Rep. VII, 517 c, καὶ τόδε ξυνοιήϑητι.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συν-οίομαι (s. οἴομαι), dep. pass., mit einem Andern glauben, derselben Meinung sein, Plat. Theaet. 171 a Rep. VII, 517 c, καὶ τόδε ξυνοιήϑητι.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
οίομαι — οἴομαι, επικ. τ. ὀΐομαι, συνηρ. τ. οἶμαι και ενεργ. τ. οἴω, επικ. τ. ὀΐω, λακων. τ. οἰῶ (Α) 1. προαισθάνομαι, προμαντεύω, προβλέπω («γόον δ ὠΐετο θυμός», Ομ. Οδ.) 2. προσδοκώ, περιμένω να συμβεί κάτι 3. υποπτεύομαι, υποψιάζομαι («ἦ τινά που δόλον … Dictionary of Greek
συνοίομαι — και αττ. τ. ξυνοίομαι Α έχω την ίδια γνώμη με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + οἴομαι «νομίζω, πιστεύω, θεωρώ»] … Dictionary of Greek
συναποίσω — σύν , ἀπό ἵζω si sd o aor subj act 1st sg σύν , ἀπό ὀίζω cry aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) συναποΐσω , σύν , ἀπό ὀίζω cry aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) συναποΐσω , σύν , ἀπό οἴομαι forebode aor ind mid 2nd sg (epic) συναποί̱σω , σύν ἀπ … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)