συν-οίσω

συν-οίσω

συν-οίσω, fut. zu συμφέρω, w. m. s.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • συννοισία — ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) «τὸ εἰς τὸ αὐτὸ συμφέρειν». [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < συν * + οἴσω μέλλ. τού ρ. φέρω] …   Dictionary of Greek

  • υποχείριος — α, ο / ὑποχείριος, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ία Α μτφ. (συν. για πρόσ.) αυτός που βρίσκεται υπό την εξουσία κάποιου, που είναι υποταγμένος σε κάποιον (α. «έχει καταντήσει υποχείριό του» β. «ὑποχειρίους ποιεῑσθαι», Ηρόδ.) αρχ. 1. αυτός που βρίσκεται κάτω… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”