- συν-θέωρος
συν-θέωρος, ὁ, Mitgesandter; Poll. 2, 55; Inscr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συν-θέωρος, ὁ, Mitgesandter; Poll. 2, 55; Inscr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συνθέωρος — ον, Α αυτός που είναι θεωρός μαζί με άλλον, αυτός που μετέχει σε πρεσβεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + θεωρός «μέλος πρεσβείας»] … Dictionary of Greek
συνθεωρώ — έω, ΜΑ παρατηρώ κάτι ταυτόχρονα με άλλον ή με άλλους αρχ. 1. είμαι θεωρός μαζί με άλλον, μετέχω σε πρεσβεία ή πηγαίνω σε γιορτή ή πανήγυρη μαζί με κάποιον άλλο 2. παθ. συνθεωροῡμαι, έομαι γίνομαι το αντικείμενο τής συνολικής εποπτείας κάποιου.… … Dictionary of Greek