- συν-θλῑβω
συν-θλῑβω, mit, zugleich, zusammen drücken; ὅπου συνεϑλίφϑησαν ὑπ' ἀργίας ἑκάστων αἱ περιφοραί, Plat. Tim. 91 e; ἐς στενὸν συνϑλιβεῖσι ῥεύμασι, Plut. de Pyth. or. 29.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συν-θλῑβω, mit, zugleich, zusammen drücken; ὅπου συνεϑλίφϑησαν ὑπ' ἀργίας ἑκάστων αἱ περιφοραί, Plat. Tim. 91 e; ἐς στενὸν συνϑλιβεῖσι ῥεύμασι, Plut. de Pyth. or. 29.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συνθλίβω — ΝΜΑ ασκώ μεγάλη πίεση σε κάτι, συμπιέζω, ζουλώ νεοελλ. σχηματίζω ζάρες σε κάτι με πίεση μσν. αρχ. (κυρίως παθ.) συνθλίβομαι (για πλήθος) συνωστίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + θλίβω «πιέζω, συμπιέζω»] … Dictionary of Greek
συνεπιθλιβόντων — συνεπιθλῑβόντων , σύν , ἐπί θλίβω squeeze pres part act masc/neut gen pl συνεπιθλῑβόντων , σύν , ἐπί θλίβω squeeze pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πιέζω — ΝΜΑ και δωρ., αιολ. και μτγν. τ. πιάζω, ιων. και επικ. τ. πιεζέω Α 1. σφίγγω δυνατά, ζουλώ με δύναμη, θλίβω, συνθλίβω, συμπιέζω, ασκώ πίεση (α. «πιέζω το βαμβάκι» β. «χειρὶ ἑλὼν ἐπίεζε βραχίονα», Ομ. Ιλ.) 2. συσφίγγω, συμμαζεύω, στοιβάζω,… … Dictionary of Greek