- συν-οδῑτης
συν-οδῑτης, ὁ, Mitwanderer, Reisegefährte, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συν-οδῑτης, ὁ, Mitwanderer, Reisegefährte, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συνομοδίτης — ὁ, Α (ποιητ. τ.) συνοδοιπόρος, συνταξιδιώτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ὁμ(ο) * + ὁδίτης «οδοιπόρος»] … Dictionary of Greek