- συν-θεραπεύω
συν-θεραπεύω, mit bedienen, pflegen, ehren, Iambl.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συν-θεραπεύω, mit bedienen, pflegen, ehren, Iambl.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ξυνθεραπευθήσῃ — σύν θεραπεύω to be an attendant fut ind pass 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεθεραπεύθη — σύν θεραπεύω to be an attendant aor ind pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεξιώμαι — άομαι, Α θεραπεύω εντελώς κάτι από κοινού με κάποιον ή συγχρόνως με κάτι άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐξιῶμαι «θεραπεύω εντελώς»] … Dictionary of Greek
πωρώνω — πωρῶ, όω, ΝΑ [πῶρος] 1. μεταβάλλω κάτι σε πώρο, απολιθώνω 2. συγκολλώ και θεραπεύω κάταγμα ενός οστού με τον σχηματισμό οστέινου πώρου 3. (συν. το παθ.) πωρώνομαι και πωροῡμαι, όομαι μτφ. γίνομαι ηθικά αναίσθητος, ασυνείδητος 4. (η μτχ. παθ.… … Dictionary of Greek
συνάλθομαι — Α (για τραύμα ή κάταγμα) επουλώνομαι, αποκαθίσταμαι, θεραπεύομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἄλθομαι, αρχαιότερος αμάρτυρος τ. ενεστ. τού ἀλθαίνω «θεραπεύω» (βλ.λ. αλθαίνω)] … Dictionary of Greek
συναλθάσσομαι — Α συνάλθομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + *ἀλθάσσομαι, άλλος τ. τού ἀλθαίνω «θεραπεύω» (βλ.λ. αλθαίνω)] … Dictionary of Greek
συνουλώνω — συνουλῶ, όω, ΝΜΑ (σχετικά με πληγή, τραύμα, έλκος) επιφέρω πλήρη επούλωση, θεραπεύω εντελώς («συνουλωθέντων τῶν ἑλκῶν», Σωρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + οὐλῶ / ώνω «επουλώνω» (< οὐλή)] … Dictionary of Greek