- συν-θαυμάζω
συν-θαυμάζω, mit oder zugleich bewundern, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συν-θαυμάζω, mit oder zugleich bewundern, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συνεθαύμαζεν — σύν θαυμάζω wonder imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συντεθαυμακώς — σύν θαυμάζω wonder perf part act masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνθαυμάζω — Α 1. απορώ μαζί ή ταυτόχρονα με κάποιον άλλο 2. θαυμάζω μαζί ή ταυτόχρονα με κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + θαυμάζω «εκπλήττομαι, απορώ»] … Dictionary of Greek
συνάγαμαι — Α θαυμάζω μαζί με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἄγαμαι «θαυμάζω»] … Dictionary of Greek