συν-θύω

συν-θύω

συν-θύω (s. ϑύω), auch dep. med. συνϑύομαι, mit, zugleich opfern; Eur. El. 795; Pol. 4, 49, 3 u. Sp.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • θύω — (I) (ΑΜ θύω) προσφέρω θυσία, θυσιάζω νεοελλ. μτφ. 1. καταστρέφω, αφανίζω, εξοντώνω 2. φρ. α) «θύω στον Βάκχο» μεθώ, πίνω υπερβολικά β) «θύω στην Αφροδίτη» παραδίδομαι σε σαρκικές απολαύσεις γ) «θύω και απολλύω» i. κάνω μεγάλες καταστροφές ii.… …   Dictionary of Greek

  • ἐπισυνθύων — ἐπισυνθύ̱ων , ἐπί , σύν θύω 2 rage pres part act masc nom sg ἐπί , σύν θυάω rut imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) ἐπί , σύν θυάω rut imperf ind act 1st sg (homeric ionic) ἐπισυνθύ̱ων , ἐπί συνθύω offer sacrifice together pres part act masc… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκαταθύειν — συγκαταθύ̱ειν , σύν , κατά θύω 2 rage pres inf act (attic epic) συγκαταθύ̱ειν , σύν καταθύω sacrifice pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συγκαταθύσων — συγκαταθύ̱σων , σύν , κατά θύω 2 rage fut part act masc nom sg συγκαταθύ̱σων , σύν καταθύω sacrifice fut part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ιεροθύτης — ἱεροθύτης, δωρ. τ. ἱεροθύτας, ὁ (Α) ιερέας που τελούσε τις θυσίες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο) * + θύτης (< θύω), πρβλ. επι θύτης, συν θύτης] …   Dictionary of Greek

  • συνθυίω — Α ορμώ μαζί με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + θυίω «μαίνομαι, ορμώ», επικός τ. τού θύω (II)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”