συνοργίζομαι — A οργίζομαι μαζί με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ὀργίζομαι (< ὀργή)] … Dictionary of Greek
γίνομαι — (AM γίγνομαι και γίνομαι) 1. δημιουργούμαι, αποκτώ ζωή, υπόσταση 2. (για γεωργικά προϊόντα) παράγομαι 3. συμβαίνω, πραγματοποιούμαι 4. καθίσταμαι, αποβαίνω 5. είμαι, υπάρχω 6. (για αριθμητικά ποσά) προκύπτω, εξάγομαι από πράξεις ή υπολογισμό 7.… … Dictionary of Greek
συγχαλεπαίνω — Α οργίζομαι μαζί ή συγχρόνως με κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + χαλεπαίνω «δυσφορώ, οργίζομαι» (< χαλεπός «δυσχερής»)] … Dictionary of Greek
συνθυμούμαι — έομαι, Μ οργίζομαι κι εγώ όπως και κάποιος άλλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + θυμοῦμαι «οργίζομαι, αγανακτώ»] … Dictionary of Greek
αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… … Dictionary of Greek
νεμεσώ — νεμεσῶ, άω (ΑΜ, Α και νεμεσσῶ, άω) 1. (συν. για τους θεούς) αισθάνομαι δίκαιη οργή και αγανάκτηση για την παρά την αξία κάποιου ευτυχία ή δυστυχία του («τῷ δὲ θεοὶ νεμεσῶσι καὶ ἄλγεα δῶκαν ὀπίσσω», Ησίοδ.) 2. (για ανθρώπους) οργίζομαι με κάποιον… … Dictionary of Greek
οργίζω — (ΑΜ ὀργίζω) [οργή] 1. προκαλώ οργή σε κάποιον, ερεθίζω, εξοργίζω 2. (συν. το παθ.) οργίζομαι θυμώνω πολύ, ερεθίζομαι, εξάπτομαι 3. μέσ. κυριεύομαι από οργή, καταλαμβάνομαι από θυμό νεοελλ. (η μτχ. παθ. παρακμ.) οργισμένος, η, ο αυτός που έχει την … Dictionary of Greek
τίθημι — ΝΜΑ (μέσ. παθ.) τίθεμαι τοποθετούμαι νεοελλ. (κυρίως σε φρ.) α) «τίθεμαι επικεφαλής» i) μπαίνω πρώτος στη σειρά ii) μτφ. γίνομαι αρχηγός, προΐσταμαι β) «τίθεμαι επί ποδός» δραστηριοποιούμαι, κινητοποιούμαι γ) «τίθεμαι επί το έργον» καταπιάνομαι… … Dictionary of Greek