συν-ηρεφής

συν-ηρεφής

συν-ηρεφής, ές, mit Bäumen dicht besetzt, σῆμα πτελέῃσι, Antiphil. 37 (VII, 141); übertr., bedeckt, verhüllt, ξυνηρεφὲς πρόςωπον εἰς γῆν βαλοῦσα, Eur. Or. 955; u. in Prosa, χώρη ἴδῃσι, Her. 1, 110. 7, 111; Luc. Gymnas. 18.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • συνηρεφής — ές, Α 1. πυκνά καλυμμένος με δέντρα 2. αυτός που έχει συμπαγή σύσταση, πυκνή μάζα, συμπαγής 3. (με ενεργ. σημ.) αυτός που καλύπτει κάτι καλά 4. μτφ. σκυθρωπός, κατσουφιασμένος 5. το ουδ. ως ουσ. τὸ συνηρεφές σύσκιος τόπος, ησκιάδα. επίρρ...… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”