συν-νέφελος

συν-νέφελος

συν-νέφελος, = συννεφής, τὰ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ξυννέφελα ὄντα, Thuc. 8, 42; Alciphr. 1, 10.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • υπερνέφελος — ον, Α αυτός που βρίσκεται πάνω από τις νεφέλες, ύπερνεφής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + νέφελος (< νεφέλη), πρβλ. συν νέφελος, ὑπο νέφελος] …   Dictionary of Greek

  • συννέφελος — ον, Α σκεπασμένος με σύννεφα (α. «συννέφελος ἀήρ», Πολυδ. β. «τὰ ἐκ τοῡ οὐρανοῡ συννεφελα ὄντα», Θουκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + νέφελος (< νεφέλη), πρβλ. υπο νέφελος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”