- προς-ανα-πίπτω
προς-ανα-πίπτω (s. πίπτω), dabei zurückfallen, sich dabei lagern, bes. mit Andern am Tische, Pol. 31, 4, 6, dem προςκαϑίζω entsprechend.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προς-ανα-πίπτω (s. πίπτω), dabei zurückfallen, sich dabei lagern, bes. mit Andern am Tische, Pol. 31, 4, 6, dem προςκαϑίζω entsprechend.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πέτομαι — και πέταμαι, ΝΜΑ (για πτηνά, έντομα, τον νου και τη σκέψη) πετώ νεοελλ. επαίρομαι, κομπάζω, καυχιέμαι (τη δύναμή του επέτετο πολλά τον καυκησάρης», Ερωτόκρ.) αρχ. μσν. φτερουγίζω, γυρίζω άσκοπα εδώ κι εκεί αρχ. 1. (για τη φήμη) διαδίδομαι γρήγορα … Dictionary of Greek