- συν-δια-μάχομαι
συν-δια-μάχομαι (s. μάχομαι), mit durchkämpfen, ὑπέρ τινος πρός τινα, Plat. Phil. 66 e.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συν-δια-μάχομαι (s. μάχομαι), mit durchkämpfen, ὑπέρ τινος πρός τινα, Plat. Phil. 66 e.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πόνος — Δυσάρεστη αίσθηση, στη γένεση της οποίας γίνεται αποδεκτή η συμμετοχή περιφερειακών νευρικών στοιχείων ποικίλης διαφοροποίησης, και κεντρικών νευρικών στοιχείων, τα οποία συντονίζουν τα ερεθίσματα που προέρχονται από την περιφέρεια. Ένα επώδυνο… … Dictionary of Greek