- συν-ιδιάζω
συν-ιδιάζω, mit zueignen; πρόϑεσις συνιδιάζουσα τὸ ἐπιϑετικὸν τῷ κυρίῳ ὀνόματι, Apoll. Dysc. Synt. p. 45, Bekk.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συν-ιδιάζω, mit zueignen; πρόϑεσις συνιδιάζουσα τὸ ἐπιϑετικὸν τῷ κυρίῳ ὀνόματι, Apoll. Dysc. Synt. p. 45, Bekk.
http://www.zeno.org/Pape-1880.