προς κρούω

προς κρούω

προς κρούω (s. κρούω), anstoßen, insbes. – a) Einem aufstoßen, auf ihn stoßen, ihm zufällig begegnen, τινί, hineingerathen, ὅτε πυρὶ προςκρούσειε Plat. Tim. 43 c. – b) bei Einem anstoßen, ihn beleidigen, ihm verfeindet werden, wie προςκόπτω; ϑαμὰ προςκρούων μισεῖ πάντας, Plat. Phaed. 90 e; ἀνϑρώπῳ, Dem. 24, 6, der auch τὴν ἀπὸ τῆς εἰρήνης ἡσυχίαν dem τὸ προςκρούειν entgegstzt, 5, 25; προςκέκρουκεν ἐμοί, 21, 206; Sp., Luc. Demon. 11.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κρούω — (AM κρούω) 1. χτυπώ, πλήττω (α. «κρούσας δέ πλευρά», Ευρ. β. «κρούειν δὲ τοῑς ποσὶ τὴν γῆν ἐφ ἧς βεβηκότες ἧσαν», Αρρ.) 2. πλήττω τις χορδές έγχορδου μουσικού οργάνου ή, γενικά, παίζω μουσικό όργανο («ψῆλαι καὶ κρούειν τῷ πλήκτρῳ», Πλάτ.) νεοελλ …   Dictionary of Greek

  • κρούση — Συνάντηση δύο ή περισσότερων κινούμενων σωμάτων, η οποία επιτρέπει την ανταλλαγή ενέργειας μεταξύ τους. Ο όρος κ. –όπως χρησιμοποιείται στη φυσική– δεν προϋποθέτει απαραίτητα την επαφή των σωμάτων. Στην κλασική μηχανική, τα προβλήματα κ.… …   Dictionary of Greek

  • ανακρούω — (Α ἀνακρούω) νεοελλ. 1. εκτελώ, παίζω «η φιλαρμονική ανέκρουσε τον Εθνικό Ύμνο» 2. φρ. «ανακρούω πρύμναν», υποχωρώ, αλλάζω γνώμη ή τακτική 3. (για ιστιοφόρο ή βάρκα) κινούμαι προς τα πίσω αρχ. 1. σπρώχνω προς τα πίσω 2. συγκρατώ, αναχαιτίζω… …   Dictionary of Greek

  • κίνδυνος — Γενική έννοια που υποδηλώνει την κατάσταση αβεβαιότητας ως προς την πορεία ορισμένων γεγονότων, η οποία σχετίζεται με την ανυπαρξία πρόβλεψης για την έκβασή τους και απόλυτου ελέγχου πάνω σε αυτά. Η έννοια του κ. συνδέεται με τη δυνατότητα… …   Dictionary of Greek

  • λακτίζω — (AM λακτίζω) 1. χτυπώ με το πόδι, ιδίως με τη φτέρνα, χτυπώ με λακτίσματα, κλοτσώ («βοῡς ὁ λακτίσας ὑμᾱς», Ηρώνδ.) 2. μτφ. εκδιώκω κάποιον, περιφρονώ κάποιον μσν. (για ιππέα) παροτρύνω τον ίππο χτυπώντας τον με τον πτερνιστήρα ή με τη φτέρνα αρχ …   Dictionary of Greek

  • λαλώ — έω και άω (AM λαλῶ, έω) 1. λέγω (α. «εἶπα καὶ ἐλάλησα ἁμαρτίαν οὐκ ἔχω» β. «αὐτοῡ ἀκούσεσθε κατὰ πάντα ὅσα ἄν λαλήσῃ πρὸς ὑμᾱς», ΚΔ) 2. έχω έναρθρο λόγο, ομιλώ, εκφράζομαι προφορικά («λαλεῑ οὐθὲν τῶν ἄλλων ζῴων πλὴν ἀνθρώπου», Αριστοτ.) 3. (για… …   Dictionary of Greek

  • επανακρούω — ἐπανακρούω και ποιητ. τ. έπαγκρούω (Α) [κρούω] 1. ανακρούω, σπρώχνω με τα κουπιά ένα πλοίο προς τα πίσω 2. μέσ. γυρίζω κάτι πίσω, τό επιστρέφω 3. αλλάζω γνώμη …   Dictionary of Greek

  • μετακρούω — (ΑM) [κρούω] (κυρίως για πλοίο) ωθώ σε άλλη θέση, διευθύνω, ποδίζω μσν. ωθώ προς τα πίσω, διώχνω αρχ. αλλάζω γνώμη …   Dictionary of Greek

  • προτύπτω — Α 1. ορμώ προς τα εμπρός, εξορμώ («Νεῑλος... προύτυψεν πόντῳ», Νίκ.) 2. προσορμίζομαι («ὕστατος ἐς θάλαμον προύτυψεν», Οππ.) 3. κρούω, χτυπώ πρωτύτερα 4. χτυπώ πριν από κάποιον άλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + τύπτω «πλήττω, χτυπώ»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”