συν-εκ-τρέχω

συν-εκ-τρέχω

συν-εκ-τρέχω (s. τρέχω), mit od. zugleich hinauslaufen, bes. um einen Ausfall und Angriff zu machen; Xen. Ages. 2, 11 Hell. 4, 3, 17 u. Sp., wie Hdn. 4, 4; – auslaufen, ablaufen, bes. glücken, imperson., ὧν οὐδὲν αὐτῷ συνεξέδραμε, Pol. 12, 13, 5, vgl. 5, 33, 7, erklärt durch τῆς τύχης αὐτῷ συνεκδραμούσης 10, 40, 6; – auf Eins hinauslaufen, an Größe, Menge u. s. w. gleichkommen, Schäf. D. Hal. C. V. p. 425.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τρέχω — ΝΜΑ, και μέσ. μέλλ. με ενεργ. σημ. δραμοῡμαι, αόρ. ἔδραμον, παρακμ. δεδράμηκα, υπερσ. ἐδεδραμήκειν ΜΑ, και δωρ. τ. τράχω Α 1. προχωρώ γρήγορα μετακινώντας προς τα εμπρός τα πόδια σε σύντονη διαδοχή («βαδίζειν καὶ τρέχειν», Πλάτ.) 2. (για άψυχα)… …   Dictionary of Greek

  • συγκατατρέχω — Α τρέχω από κοινού προς το ίδιο μέρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + κατατρέχω «τρέχω προς τα κάτω»] …   Dictionary of Greek

  • συμπαραθέω — Α 1. τρέχω μαζί, παραπλεύρως με κάποιον άλλο 2. μτφ. παρακολουθώ κάτι από κοντά. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + παραθέω «τρέχω πλησίον ή παραπλεύρως κάποιου»] …   Dictionary of Greek

  • συμπεριθέω — Α 1. τρέχω γύρω γύρω μαζί με άλλον, περιτρέχω μαζί με άλλον 2. περιφέρομαι επίσης («ἀποσεισάμενος τοῡ ὕπνου τὸ ἥδιστον συμπεριθεῑς ἄνω καὶ κάτω», Λουκιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + περιθέω «τρέχω κυκλικά»] …   Dictionary of Greek

  • συναναθέω — Α τρέχω συγχρόνως με άλλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀναθέω «τρέχω, ανατρέχω»] …   Dictionary of Greek

  • συνεισθέω — Α 1. τρέχω μέσα μαζί με κάποιον 2. συνδυάζομαι με κάτι, συνοδεύω κάτι («τῆς ἀγαθουργίας οἱ τρόποι τῇ τῆς φαυλότητος ἀνατροπῇ συνεισθέοντες», Κύριλλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + εἰσθέω «τρέχω μέσα σε κάτι»] …   Dictionary of Greek

  • συνδιαθέω — Α κινούμαι βιαστικά εδώ και εκεί μαζί με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + διαθέω «τρέχω εδώ και εκεί, διατρέχω»] …   Dictionary of Greek

  • συνειστρέχω — ΜΑ συνεισβάλλω («τοὺς τῶν πολεμίων συνειστρέχοντας», Αιν. Τακτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + εἰστρέχω «τρέχω μέσα»] …   Dictionary of Greek

  • συνεκθέω — Α 1. σπεύδω προς τα έξω, εξορμώ μαζί με κάποιον 2. επεκτείνομαι επί πλέον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐκθέω «τρέχω, εξορμώ»] …   Dictionary of Greek

  • συνεπιτροχάζω — ΜΑ παθ. συνεπιτροχάζομαι (για λόγο) εκφωνούμαι επιτροχάδην, πολύ βιαστικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐπιτροχάζω «τρέχω, καλπάζω»] …   Dictionary of Greek

  • συνθέω — Α 1. τρέχω μαζί με κάποιον 2. τρέχω προς το ίδιο σημείο 3. (για γραμμές) συναντώμαι στο ίδιο σημείο 4. (για μυς) συστέλλομαι, συσπειρώνομαι 5. μτφ. α) συμφωνώ με κάποιον ως προς κάτι β) (για πράγματα) εκτελούμαι, πραγματοποιούμαι («οὐχ ἡμῑν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”