συν-ερείδω

συν-ερείδω

συν-ερείδω, zusammenstämmen, -drängen, -drücken; in tmesi, σύν τε στόμ' ἐρεῖσαι χερσί, Od. 11, 426; χρυσέαισιν συνερείδει περόναις κρυπτόν, Eur. Bacch. 97; χέρας δεσμοῖς διδύμοις συνερεισϑέντες, I. T. 457; – intrans., zusammentreffen, feindlich, τὰ ϑηρία συνήρεισε τοῖς ἐναντίοις, Pol. 5, 84, 2; auch συνήσπισαν οὕτως, ὥςτε συνερεῖσαι πρὸς ἀλλήλους, Pol. 12, 21, 3; Plut. Themist. 14; vgl. noch Theocr. 22, 68 u. Opp. Hal. 2, 110.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • συνερείδω — Α 1. στηρίζω μαζί, συναρμόζω («τοὺς ὀδόντας συνερείδειν», Ιπποκρ.) 2. δένω μαζί σφιχτά («χέρα δεσμοῑς διδύμοις συνερεισθέντες», Ευρ.) 3. είμαι δεμένος σφιχτά («oἱ ὀδόντες συνηρείκασι», Ιπποκρ.) 4. (για στρατιώτες) είμαι τοποθετημένος σε πυκνή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”