- συν-εργάτης
συν-εργάτης, ὁ, der Mitarbeiter, Helfer, τινί; Soph. Phil. 93; τὸν ξυνεργάτην ἄγρας, Eur. Bacch. 1144.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συν-εργάτης, ὁ, der Mitarbeiter, Helfer, τινί; Soph. Phil. 93; τὸν ξυνεργάτην ἄγρας, Eur. Bacch. 1144.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
σύψωμος — Λόγιος από την Κωνσταντινούπολη (18ος 19ος αι.). Έζησε και πέθανε στο Παρίσι. Δεινός ελληνιστής, με εξαιρετική μόρφωση, χρησιμοποιήθηκε από τους Γάλλους εκδότες αρχαίων κειμένων στην αντιγραφή και τη διόρθωση έργων του Θουκυδίδη και του Ξενοφώντα … Dictionary of Greek
έριθος — ἔριθος, ὁ, ἡ (Α) 1. (ιδιαίτερα για θεριστές) εργάτης με ημερομίσθιο 2. μτγν. αἱ ἔριθοι εργάτριες που γνέθουν και υφαίνουν το μαλλί, κλώστριες, υφάντριες («ἐρίων ἔριθοι») 3. (και για αράχνες) φρ. «πάντα δ’ ἐρίθων ἀραχνᾱν βρίθει» (Σοφ.) 4. μτφ.… … Dictionary of Greek
κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν … Dictionary of Greek
συγχειρουργός — ό, ΜΑ στον πληθ. οι συγχειρουργοί συνεργάτες. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + χειρουργός «εργάτης, αυτός που εκτελεί χειρωνακτική εργασία»] … Dictionary of Greek
συνέριθος — ὁ, ἡ, Α 1. συνεργάτης, βοηθός στη δουλειά («Κύπρις συνέριθος ἀέθλων», Απολλ. Ρόδ.) 2. ως επίθ. αυτός που συντελεί σε κάτι, βοηθητικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἔριθος «ημερομίσθιος εργάτης, υπηρέτης»] … Dictionary of Greek
συνεργατίνης — ὁ, Α φρ. «συνεργατίνης θίασος» όμιλος που αποτελείται από συνεργάτες. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐργατίνης «εργάτης, ιδίως γεωργός»] … Dictionary of Greek