- πρωϊ-βλαστής
πρωϊ-βλαστής, ές, früh keimend, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πρωϊ-βλαστής, ές, früh keimend, Theophr.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
πρωϊβλαστής — ές, Α (για φυτά) αυτός που βλαστάνει νωρίς, πρώιμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωΐ + βλάστης (< βλαστάνω), πρβλ. οψι βλαστής, παλιμ βλαστής] … Dictionary of Greek