- προς-κολλητός
προς-κολλητός, angeleimt, Schol. Soph. Trach. 771.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
προς-κολλητός, angeleimt, Schol. Soph. Trach. 771.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
ακόλλητος — η, ο (Α ἀκόλλητος, ον) αυτός που δεν έχει συγκολληθεί με κολλητική ουσία «φάκελος ακόλλητος», «λίθοι ακόλλητοι» νεοελλ. ο απίθανος, ο απίστευτος «ακόλλητο ψέμα» αρχ. 1. εκείνος που δεν έχει κολλήσει, δεν έχει συναφθεί «ἀκόλλητον δέρμα σώμασι»… … Dictionary of Greek