- συγ-κλινής
συγ-κλινής, ές, mit -od. zusammenliegend, Bettgenosse, Gatte, sich zusammenneigend, abhängig von inander, Ar. Ran. 1290.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συγ-κλινής, ές, mit -od. zusammenliegend, Bettgenosse, Gatte, sich zusammenneigend, abhängig von inander, Ar. Ran. 1290.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
υποκλινής — ές / ὑποκλινής, ές, ΝΑ νεοελλ. (για πρόσ.) 1. αυτός που υποκλίνεται σε ένδειξη σεβασμού 2. (κατ επέκτ.) περιποιητικός αρχ. αυτός που βρίσκεται υπό την εξουσία άλλου, υπήκοος. επίρρ... ὑποκλινῶς Α με τρόπο υποκλινή. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + κλινής… … Dictionary of Greek
παλιγκλινής — παλιγκλινής, ές (Α) αυτός που κλίνει προς τα πίσω. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + κλινής (< κλίνω), πρβλ. συγ κλινής] … Dictionary of Greek