προς-κλινής

προς-κλινής

προς-κλινής, ές, angelehnt, Geopon.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • κλίνω — (AM κλίνω, Α αιολ. τ. κλίννω) 1. (μτβ.) κάνω κάποιον ή κάτι να στραφεί ή να γείρει πλάγια ή προς τα κάτω, τό γέρνω, τό πλαγιάζω ή λυγίζω, κάμπτω κάτι (α. «ο δυνατός άνεμος έκλινε τους κορμούς τών δέντρων» β. «ἐπὴν κλίνῃσι τάλαντα Ζεύς» όταν ο… …   Dictionary of Greek

  • μεσοκλινής — ές (για εδάφη ή οδοστρώματα) αυτός που παρουσιάζει κλίση από τα άκρα προς το μέσο, σε αντιδιαστολή προς τον αμφικλινή. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο) * + κλινής (< κλίνω), πρβλ. αμφι κλινής, επι κλινής] …   Dictionary of Greek

  • ετεροκλινής — ές (ΑΜ ἑτεροκλινής, ές) αυτός που ρέπει, που κλίνει προς το ένα από τα δύο μέρη («ἐπειδὴ ἡ στοὰ ἑτεροκλινὴς ἐγένετο, ὠρθώθη», Δίων Κάσσ.) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το ετεροκλινές μία από τις μορφές κρυσταλλώσεως τών ορυκτών αρχ. κατηφορικός… …   Dictionary of Greek

  • ισοκλινής — ές (Α ἰσοκλινής, ές) αυτός που έχει ίση κλίση, αυτός που κλίνει με όμοιο τρόπο προς όλες τις πλευρές, ισόρροπος νεοελλ. 1. φυσ. αυτός που παρουσιάζει την ίδια μαγνητική έγκλιση («ισοκλινείς γραμμές ή καμπύλες» γραμμές πάνω σε χάρτη οι οποίες… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Εθνικό Αρχαιολογικό (Αθηνών) — Το κτίριο της οδού Πατησίων 44 που στεγάζει το μεγαλύτερο μουσείο της χώρας άρχισε να χτίζεται το 1866, υπό την επίβλεψη του αρχιτέκτονα Παναγή Κάλκου, σε σχέδια του Ludwig Lange. Η αποπεράτωση της πρώτης οικοδομικής φάσης, με ορισμένες… …   Dictionary of Greek

  • θεοκλινής — θεοκλινής, ές (Μ) αυτός που γίνεται με γονυκλισία προς τον θεό («θεοκλινεῑς προσευχαί», Στουδ. θεοδ.)· [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + κλινής (< κλίνω), πρβλ. επι κλινής, κατα κλινής …   Dictionary of Greek

  • πέλλα — I Πόλη στην περιοχή της αρχαίας Βοττιαίας, που την έκανε πρωτεύουσα των Μακεδόνων ο Αρχέλαος (413 399 π.Χ.). Υπήρξε έδρα του Φιλίππου και γενέτειρα του Αλεξάνδρου, απετέλεσε σπουδαίο κέντρο του ελληνισμού κατά την εποχή των διαδόχων, περιήλθε… …   Dictionary of Greek

  • τράπεζα — Ονομασία ιδρυμάτων που εκτελούν πολλές και διάφορες λειτουργίες: από το εμπόριο και την ανταλλαγή νομισμάτων και την κατάθεση χρημάτων έως την παροχή πιστώσεων και άλλων χρηματοδοτήσεων. Ιστορία. Πολλές τραπεζικές πράξεις έχουν την καταγωγή τους… …   Dictionary of Greek

  • ομοκλινής — ές (Α ὁμοκλινής, ές) νεοελλ. φρ. α) «ομοκλινής δομή» γεωλ. σειρά γεωλογογικών στρωμάτων τα οποία κλίνουν προς μία κατεύθυνση υπό σταθερή γωνία β) «ομοκλινής ράχη» (γεωμορφ.) γεωμορφή που χαρακτηρίζεται από έναν κρημνό ή μέτωπο στη μία πλευρά και… …   Dictionary of Greek

  • παλιγκλινής — παλιγκλινής, ές (Α) αυτός που κλίνει προς τα πίσω. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + κλινής (< κλίνω), πρβλ. συγ κλινής] …   Dictionary of Greek

  • χαμαικλινής — ές, ΝΜΑ αυτός που κλίνει προς τα κάτω. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαμ(αι) * + κλινής (< κλίνω), πρβλ. παλιγ κλινής] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”