- συγ-γυμνάζω
συγ-γυμνάζω, mit od. zugleich üben, ἐπὶ τὸ αὐτὸ τὴν φάλαγγα καὶ τοὺς μισϑοφόρους Ἕλληνας, Pol. 5, 65, 3; – u. med. sich mit üben, Plat. Conv. 217 b; pass. καταλήψεις συγγεγυμνασμέναι, S. Emp. 3, 188. 251.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συγ-γυμνάζω, mit od. zugleich üben, ἐπὶ τὸ αὐτὸ τὴν φάλαγγα καὶ τοὺς μισϑοφόρους Ἕλληνας, Pol. 5, 65, 3; – u. med. sich mit üben, Plat. Conv. 217 b; pass. καταλήψεις συγγεγυμνασμέναι, S. Emp. 3, 188. 251.
http://www.zeno.org/Pape-1880.