συν-όμνῡμι

συν-όμνῡμι

συν-όμνῡμι (s. ὄμνυμι), auch συνομνύω, mit od. zugleich schwören, sich verschwören; ξυνώμοσαν γὰρ ὄντες ἔχϑιστοι τὸ πρὶν πῠρ καὶ ϑάλασσα, Aesch. Ag. 636; συνώμοσαν μὲν ϑάνατον ἀϑλίῳ πατρί, Ch. 972; auch = simpl., ἅ μοι ξυνώμοσας, πέμψον, Soph. Phil. 1353; ὁτιὴ 'πὶ τῷ δήμῳ ξυνόμνυτον πάλαι, Ar. Equ. 236, weil ihr euch gegen das Volk verschworen; so auch Her. 7, 235; οὐ ξυνώμοσαν, sie leisteten nicht den Eid auf das Bündniß mit, Thuc. 5, 48 u. öfter; συνώμοσαν ἀλλήλοις, Dem. 43, 38, u. öfter; Sp. auch im med., οἱ συνομοσάμενοί τινι, Jemandes Mitverschworene, Plut. Sert. 27.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • συνομνύω — ΝΑ, και συνόμνυμί και αττ. τ. ξυνομνύω και ξυνόμνυμι Α (στη νεοελλ. μόνον στον αόρ.) συνωμοτώ («πάντων Πελοποννησίων συνομοσαντων ἐπὶ σοί», Ηρόδ.) αρχ. 1. ορκίζομαι μαζί με άλλον 2. υπόσχομαι κάτι παίρνοντας όρκο («ξυνώμοσαν μὲν θάνατον ἀθλίῳ… …   Dictionary of Greek

  • λιθωμότης — λιθωμότης, ὁ (Α) αυτός που ορκίζεται σε λίθινο βωμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο) * + ωμότης (< ὄμνυμι), πρβλ. ορκ ωμότης, συν ωμότης. Το ω τού τ. οφείλεται στη λειτουργία τού νόμου τής εκτάσεως εν συνθέσει] …   Dictionary of Greek

  • συνωμότης — ο, ΝΜΑ, θηλ. συνωμότισσα Ν, και θηλ. συνωμότις, ιδος Μ, και αττ. τ. ξυνωμότης Α αυτός που ορκίζεται μυστικά μαζί με άλλους για την από κοινού ανάληψη και εκτέλεση μιας αξιόποινης πράξης, αυτός που μετέχει σε συνωμοσία αρχ. μτφ. αυτός που κρυφά… …   Dictionary of Greek

  • συνώμοτος — ον, ΜΑ, και αττ. τ. ξυνώμοτος, ον, Α το ουδ. ως ουσ. τὸ συνώμοτον η συνωμοσία μσν. (για πράγμ.) αυτός που είναι αποτέλεσμα ένορκης συμφωνίας αρχ. 1. συνδεδεμένος με όρκο, δεσμευμένος με όρκο 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ξυνώμοτον σύνδεσμος, ένωση που… …   Dictionary of Greek

  • ψευδωμότης — ὁ, Α ψεύδορκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + ωμότης (< ὄμνυμι), με έκταση λόγω συνθέσεως (πρβλ. συν ωμότης)] …   Dictionary of Greek

  • ψευδώμοτος — ον, Α (για όρκο) αυτός που δόθηκε ψεύτικα, εν γνώσει τού ορκιζομένου ότι λέει ψέματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + ώμοτος (< ὄμνυμι), με έκταση λόγω συνθέσεως (πρβλ. συν ώμοτος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”