- συν-υφή
συν-υφή, ἡ, das Gewebe; ξυνυφὴν (vulg. ξυμφυήν) ἢ καὶ πλέγμ' ἄλλ' ὁτιοῠν, Plat. Legg. V, 734 e; auch ἡ τῶν οἰκήσεων συνυφή, Epinom. 975 a; u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συν-υφή, ἡ, das Gewebe; ξυνυφὴν (vulg. ξυμφυήν) ἢ καὶ πλέγμ' ἄλλ' ὁτιοῠν, Plat. Legg. V, 734 e; auch ἡ τῶν οἰκήσεων συνυφή, Epinom. 975 a; u. Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συνυφή — και αττ. τ. ξυνυφή, ἡ, Α 1. πλοκή («καθάπερ οὖν δή τινα ξυνυφὴν ἢ καὶ πλέγμ ἄλλο», Πλάτ.) 2. πρόσθετο ύφασμα που προκύπτει από τη διάνοιξη τού κυρίως υφάσματος 3. μτφ. α) σύνθεση, κατασκευή β) ερωτική περίπτυξη («ἐρωτικὴν... ξυνυφήν», Μάξ.).… … Dictionary of Greek
νευρινίδιο — το συν. στον πληθ. τα νευρινίδια ανατ. ονομασία που δίνεται στα ινίδια τα οποία περιέχονται στον νευρώνα με τις αποφυάδες του και αποτελούν την υφή τού πρωτοπλάσματος τού νευρικού κυττάρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < νευρ(ο) * + ινίδιο] … Dictionary of Greek
σχιστόλιθος — Ημιορεινός οικισμός (26 κάτ., υψόμ. 250), στην επαρχία Σιντικής του νομού Σερρών. Υπάγεται διοικητικά στο δήμο Σιδηροκάστρου. * * * ο, Ν 1. συν. στον πληθ. οι σχιστόλιθοι (πετρογρ.) κρυσταλλικά πετρώματα που παρουσιάζουν, μακροσκοπικά, έντονα… … Dictionary of Greek