- συν-τέρμων
συν-τέρμων, ονος, angränzend, Ep. ad. 251 (Plan. 185).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συν-τέρμων, ονος, angränzend, Ep. ad. 251 (Plan. 185).
http://www.zeno.org/Pape-1880.
περιτέρμων — ον, Α 1. αυτός που περιορίζει, που περικυκλώνει από παντού 2. (με παθ. σημ.) ο περιορισμένος ολόγυρα από ὁλα τα σημεία, περικυκλωμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + τέρμων «τέρμα, όριο» (πρβλ. α τέρμων, συν τέρμων)] … Dictionary of Greek
συντέρμων — σύντερμον, Α πλησιόχωρος, γειτονικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + τέρμων (< τέρμων, όνος«τέρμα, όριο»), πρβλ. περι τέρμων] … Dictionary of Greek