- συν-τολυπεύω
συν-τολυπεύω, mit abspulen, übertr., gemeinschaftlich bes. eine langwierige, schwierige Arbeit vollenden, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συν-τολυπεύω, mit abspulen, übertr., gemeinschaftlich bes. eine langwierige, schwierige Arbeit vollenden, Sp.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
τολυπεύω — Α [τολύπη] 1. παρασκευάζω τολύπη, κάνω τουλούπα («οὔκουν δεινὸν ταυτὶ ταύτας ῥαβδίζειν καὶ τολυπεύειν», Αριστοφ.) 2. τελειώνω, περατώνω κάτι («δόμον τολυπεύειν», Ανθ. Παλ.) 3. υπομένω, υποφέρω («ὁπόσα τολύπευσε σὺν αὐτῷ καὶ πάθεν ἄλγεα», Ομ. Ιλ.) … Dictionary of Greek
συνετολύπευον — σύν τολυπεύω wind off imperf ind act 3rd pl σύν τολυπεύω wind off imperf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συντολυπεύω — Μ τολυπεύω* από κοινού («συντολυπεύειν τὰς μάχας», Νικ. Χων.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + τολυπεύω «επεξεργάζομαι, κατεργάζομαι»] … Dictionary of Greek