- συν-τεκταίνομαι
συν-τεκταίνομαι, mit, zugleich zimmern, bauen, machen; ὄμματα, Plat. Tim. 45 b, vgl. 30 b u. S. Emp. adv. phys. 1, 106; δόλον, Ap. Rh. 1, 1295; Qu. Sm. 5, 132.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συν-τεκταίνομαι, mit, zugleich zimmern, bauen, machen; ὄμματα, Plat. Tim. 45 b, vgl. 30 b u. S. Emp. adv. phys. 1, 106; δόλον, Ap. Rh. 1, 1295; Qu. Sm. 5, 132.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συνετεκταίνετο — σύν τεκταίνομαι frame imperf ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνετεκτήναντο — σύν τεκταίνομαι frame aor ind mid 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνετεκτήνατο — σύν τεκταίνομαι frame aor ind mid 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συντεκταίνεται — σύν τεκταίνομαι frame pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συντεκτήναιτο — σύν τεκταίνομαι frame aor opt mid 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συντεκταίνομαι — Α 1. κατασκευάζω κάτι μαζί με άλλον («ψυχήν δὲ ἐν σώματι ξυνιστάς τὸ πᾱν ξυνετεκταίνετο», Πλάτ.) 2. μτφ. επινοώ κάτι μαζί με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + τεκταίνομαι «κατασκευάζω, φιλοτεχνώ»] … Dictionary of Greek