- συν-τεχνάζω
συν-τεχνάζω, = Folgdm, ἀπάτην, Plut. Timol. 10 Marcell. 20.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συν-τεχνάζω, = Folgdm, ἀπάτην, Plut. Timol. 10 Marcell. 20.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συντεχνάζω — Α 1. επινοώ κάτι μαζί με κάποιον («καὶ συνετέχναζον οἱ τῶν Ρωμαίων στρατηγοί», Πλούτ.) 2. απόλ. σχεδιάζω και ραδιουργώ μαζί με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + τεχνάζω «μηχανεύομαι, ραδιουργώ» (< τέχνη)] … Dictionary of Greek