συν-τετραίνω

συν-τετραίνω

συν-τετραίνω (s. τετραίνω), = συντιτράω; übrtr., δι' ὤτων δὲ συντέτραινε μῠϑον, er ließ tief ins Innerste eindringen die Rede, Aesch. Ch. 444; bei Her. 2, 11 von zwei einander grade entgegenlaufenden, tief ins Land eindringenden Meerbusen.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • συντετραίνω — και συντίτρημι Α 1. (ιδίως σχετικά με δοχεία ή κοιλότητες) συνδέω δια μέσου οπής 2. (το μέσ.) συντετραίνομαι επικοινωνώ, συνδέομαι (α. «εἰς ὅv ἡ θάλασσα συνετέτρητο», Πλάτ. β. «συντέτρηνται [αἱ κοιλίαι] πρὸς τὸν πλεύμονα», Αριστοτ.) 3. μτφ. αφήνω …   Dictionary of Greek

  • συντίτρημι — A (μτγν. τ.) συντετραίνω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + τίτρημι, μτγν. τ. τού τετραίνω «τρυπώ, διατρυπώ»] …   Dictionary of Greek

  • τιτρώσκω — ΝΑ, επικ. τ. τρώω Α νεοελλ. (μόνον το παθ. σε ορισμένους χρόνους και σε ορισμένες εγκλίσεις) 1. προσβάλλομαι («έχει τρωθεί από τα κάλλη της») 2. υφίσταμαι φθορά («έχει τρωθεί ανεπανόρθωτα το κύρος του») αρχ. 1. τραυματίζω, πληγώνω («τὸ ἀκόντιον …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”