συν-ταράσσω

συν-ταράσσω

συν-ταράσσω, att. -ττω (s. ταράσσω), mit, zugleich od. ganz verwirren; als tmesis kann man hierher rechnen σὺν δ' ἵππους ἐτάραξε Il. 8, 86; ξυντετάρακται δ' αἰϑὴρ πόντῳ Aesch. Prom. 1090; ἐχϑραὶ δὲ πᾶσαι συνταράσσονται πόλεις, Soph. Ant. 1067; συνταραχϑεὶς οἶκος, Eur. I. T. 557; Ar. Nubb. 1050; τὴν κρήνην, trüben, Her. 9, 49; öfter übertr., in Verlegenheit, Schrecken setzen, τὴν Ἑλλάδα, 3, 138; ξυνεταράχϑησαν, sie waren in Verwirrung gerathen, Thuc. 7, 81; τὸ στρατόπεδον, Isocr. 4, 147; συνταραχϑεὶς ὑπὸ νόσων, Plat. Legg. VII, 798 a; συνταράττειν πάντα τὰ πράγματα, Dem. 24, 44, u. öfter; Pol. oft; auch γαστέρα, Luc. Philopatr. 3; – πόλεμον, Krieg erregen, Pol. 4, 14, 4; Plut. Aristid. 20.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • ταράσσω — ΝΜΑ, και ταράζω Ν, και αττ. τ. ταράττω Α 1. ανακινώ, αναταράσσω (α. «η θάλασσα είναι ταραγμένη» β. «σύναγεν νεφέλας ἐτάταξε δὲ πόντον [ὁ Ποσειδῶν]», Ομ. Οδ.) 2. μτφ. προκαλώ ταραχή, προξενώ σύγχυση, καταστρέφω την ψυχική γαλήνη και την ησυχία… …   Dictionary of Greek

  • ταραχή — η, ΝΜΑ [ταράσσω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ταράσσω, διατάραξη, διασάλευση 2. ανησυχία, κυρίως ψυχική, σύγχυση (α. «η γαλήνη σας γίνεται ταραχή», Σεφέρης β. «καίπερ ἐν πολλῇ ταραχῇ καὶ φόβῳ ὄντας», Θουκ.) 3. (νεοελλ. συν. στον πληθ.)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”