συν-τρῑβω

συν-τρῑβω

συν-τρῑβω, zusammen- od. an einander reiben, z. B. πυρεῖα, die Hölzer zum Feueranmachen, Luc. V. H. 1, 32; zerreiben, zerschlagen, zerstoßen, ἐπεί σε συντρίψω, Eur. Cycl. 701; συντριβῆναι τῆς κεφαλῆς, am Kopfe zerschlagen werden, Ar. Pax 71; auch übertr., ξυντρίβειν τὴν ἐπίνοιαν, Vesp. 1050, seine Hoffnung scheitern lassen, nach dem Schol. vom Abnutzen der Ruder hergenommen; zerschmettern, die Schiffe, Thuc. 4, 11; συντρίψασα τὴν χύτραν, Plat. Hipp. mai. 290 e; τὰ δὲ συντετρῖφϑαι, Rep. X, 611, d; συνετρίβην τὴν κλεῖν, Andoc. 1, 61, ich zerschlug mir oder mir wurde zerschlagen, wie συντρίβεσϑαι τὰς κεφαλάς, Lys. 3, 18; τὰ σκευάρια, Aesch. 1, 59; auch den Feind schlagen, Pol. 5, 47, 1 u. öfter; καὶ κατέκλασε τὴν διάνοιαν, Plut. Timol. 7. – Im pass. übertr., in Betrübniß und Angst gerathen, zerknirscht sein, Pol. 5, 58, 13, τῇ διανοίᾳ 21, 10, 2; vgl. Jac. Ach. Tat. p. 859. – Sich an einander reiben, in Streit mit einander gerathen; auch Anstoß woran nehmen, ποῦ συντρίβεται τὸ πρᾶγμα; woran stößt sich die Sache? Dem. 10, 44.


http://www.zeno.org/Pape-1880.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • συν- — και με τις μορφές συ , συγ , συμ , συλ και συρ , ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στην πρόθεση σύν*. Η πρόθεση σύν εν συνθέσει, πριν από τα χειλικά σύμφωνα β, μ, π, φ, ψ, τρέπει το ν σε μ (πρβλ. συμ βάλλω …   Dictionary of Greek

  • συμπεριτριβομένων — συμπεριτρῑβομένων , σύν , περί τρίβω rub pres part mp fem gen pl συμπεριτρῑβομένων , σύν , περί τρίβω rub pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συμψήχω — Α τρίβω κάτι μαζί με κάτι άλλο ή συγχρόνως. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ψήχω «τρίβω, ξύνω»] …   Dictionary of Greek

  • συνανατρίβω — Α 1. τρίβω κάτι μαζί με κάτι άλλο 2. παθ. συνανατρίβομαι παλεύω με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀνατρίβω «τρίβω ελαφρά, μαλάσσω»] …   Dictionary of Greek

  • ομόργνυμι — ὀμόργνυμι (Α) (συν. στο μέσ.) σφουγγίζω, σκουπίζω («χερσὶ παρειάων δάκρυ ὀμορξαμένη», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ὀ μόργ νυμι (πρβλ. στόρνυμι), με προθεματικό φωνήεν ὀ , ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα *mrĝ τής ΙΕ ρίζας *merĝ «σκουπίζω, καθαρίζω,… …   Dictionary of Greek

  • συγκατατρίβω — Α συντρίβω συγχρόνως. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + κατατρίβω «τρίβω, φθείρω, καταστρέφω»] …   Dictionary of Greek

  • συγχρίω — ΜΑ (ενεργ και μέσ.) αλείφω συγχρόνως ή αλείφω σε ολόκληρη την επιφάνεια αρχ. παθ. συγχρίομαι τρίβομαι, αλείφομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + χρίω «τρίβω, αλείφω»] …   Dictionary of Greek

  • συνεκλειώ — όω, ΜΑ συνεκλεαίνω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐκλειῶ «τρίβω, λειαίνω, στιλβώνω»] …   Dictionary of Greek

  • συνθραύω — ΜΑ, και συνθλαύω Α σπάζω, συντρίβω εντελώς μσν. (σχετικά με άρτο) τρίβω εντελώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + θραύω «σπάζω, συντρίβω, κομματιάζω»] …   Dictionary of Greek

  • συσποδώ — όω, Α κατακόβω σε μικρά τεμάχια. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + σποδῶ «τρίβω, συντρίβω, κοπανίζω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”