- συν-τράπεζος
συν-τράπεζος, mit am Tische; ξυντραπεζον ἀξιοῖς ἔχειν βίον, Eur. Andr. 659; Xen. An. 1, 9, 31.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συν-τράπεζος, mit am Tische; ξυντραπεζον ἀξιοῖς ἔχειν βίον, Eur. Andr. 659; Xen. An. 1, 9, 31.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συντράπεζος — ον, ΜΑ, και απ. τ. ξυντράπεζος Α ομοτράπεζος αρχ. φρ. «βίον ἔχω συντράπεζον» συζώ με κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + τράπεζος (< τράπεζα), πρβλ. ἐπι τράπεζος] … Dictionary of Greek