- συν-στύφω
συν-στύφω u. συν-σχολάζω, wie συν-σωφρονέω, falsche Schreibungen für συστύφω, συσχολάζω, συσσωφρονέω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συν-στύφω u. συν-σχολάζω, wie συν-σωφρονέω, falsche Schreibungen für συστύφω, συσχολάζω, συσσωφρονέω.
http://www.zeno.org/Pape-1880.
συστύφω — και συστυφῶ, όω, Α 1. συστέλλω 2. μέσ. συστυφομαι και συστυφοῦμαι, όομαι σκυθρωπάζω, γίνομαι κατηφής. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + στύφω «συστέλλω, συμπυκνώνω»] … Dictionary of Greek
συνεστυμμένοις — συνεστῡμμένοις , σύν στύφω contract perf part mp masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)